Μη επικριτική ακρόαση: ακούω χωρίς να μιλάω

Μη επικριτική ακρόαση: ακούω χωρίς να μιλάω

Μη επικριτική ακρόαση: ακούω χωρίς να μιλάω

Γράφει ο Γιώργος Νικολάου

Τι είναι η μη επικριτική ακρόαση και ποια είναι η σημασία της;

Δεν ξέρω αν το έχετε παρατηρήσει κι εσείς, αλλά είμαστε κακοί ακροατές! Θα μπορούσε κάποιος να μας πει και ξερόλες μερικές φορές. Όταν κάποιος κοντινός μας εκφράζει κάτι, μια σκέψη, κάτι που νιώθει, ένα πρόβλημα, νιώθουμε την ανάγκη να απαντήσουμε.

Παρότι αυτό δεν είναι αφύσικο, δεν είναι πάντα καλό. Κάποιες φορές, ο συνομιλητής μας, ο φίλος/η φίλη μας, ο/η σύντροφός μας, θέλει απλά να πει κάτι, χωρίς να απαντήσουμε. Και εκεί, τα πράγματα γίνονται δύσκολα και για εμάς και για τον απέναντι. Γιατί κατευθείαν πετάγεται από μέσα μας έτοιμη η απάντηση!

“Έλα, δεν είναι τόσο φοβερό, κάνε αυτό και εκείνο”

“Εγώ στη θέση σου δε θα σκεφτόμουν έτσι”

“Γιατί δεν κάνεις αυτό;”

Η σημασία της έκφρασης του εσωτερικού μας κόσμου

Το να μοιραστούμε αυτό που μας πονάει, μας προβληματίζει ή μας δημιουργεί συναισθήματα, είναι κάτι που αμέσως φέρνει μια ανακούφιση. Θα μπορούσα να αναλύσω γιατί, αλλά δεν υπάρχει λόγος. Δείτε το σαν θεώρημα: κάτι με γενική ισχύ, έναν απαράβατο κανόνα.

Το να μοιραζόμαστε πράγματα είναι κάτι που μας κάνει να νιώθουμε καλά. Έχουμε κάποιον να μας καταλαβαίνει και, κυρίως, κάποιον να μας νιώθει. Άρα, δεν έχει να κάνει καν με την κατανόηση. Σαν ακροατές, δεν είναι απαραίτητο να καταλαβαίνουμε. Το μόνο που χρειάζεται για να νιώσει καλά ο απέναντι, είναι να νιώσουμε αυτό που βιώνει και να του δείξουμε ότι το νιώθουμε. Αυτό, που με μια λέξη, αποκαλούμε “ενσυναίσθηση” (empathy). Και για να γίνει αυτό, το μόνο που χρειάζεται είναι να ακούμε, χωρίς να θέλουμε να απαντήσουμε. Να εξασκήσουμε, δηλαδή αυτό που ονομάζουμε μη επικριτική ακρόαση.

Γιατί κάποιος νιώθει υποχρεωμένος να απαντήσει;

Αυτή η ανάγκη όλων, να ακουστούμε, έρχεται σε σύγκρουση με τις ανάγκες του απέναντι. Ποιες είναι αυτές; Πολλές και διάφορες. Να είναι καλος φίλος, να μας βρει μια λύση, να μας πει κάτι για να νιώσουμε καλύτερα ή να αποφύγει ένα πρόβλημα. Όλες αυτές οι ανάγκες, πολύ κατανοητές κι αυτές, είναι που τον αναγκάζουν να πετάξει τη… λάθος απάντησή του.

Γιατί, πολύ συχνά, με βάση αυτές τις ανάγκες του, ο συνομιλητής μας θα βρεθεί σε ρόλο τερματοφύλακα. Και προσπαθώντας να αποκρούσει, είναι πολύ πιθανό να κάνει λάθη. Σημαντικό ρόλο σε αυτή την “υποχρεωτική απάντηση” παίζουν 2 πράγματα:

1) Αν ο συνομιλητής μας βρίσκεται ήδη σε αμυντική στάση απέναντί μας, με αφορμή διάφορα θέματα που υπάρχουν στη σχέση μας, είναι πολύ πιο πιθανό να “πρέπει” να απαντήσει και να δικαιολογηθεί

2) Αν ο συνομιλητής μας είναι άνθρωπος της λογικής, και όχι του συναισθήματος, για καθετί που ακούει χρειάζεται να δώσει μια απάντηση. Αν υπολογίσουμε ότι, ειδικά στην Ελλάδα, δεν είμαστε μεγάλοι φαν του συναισθήματος, είναι κι αυτό πολύ πιθανό να συμβαίνει.

Τελικά, το πρόβλημα που δημιουργεί αυτή η “υποχρεωτική απάντηση” δεν είναι ασήμαντο. Κάνει τον απέναντι να νιώθει ότι δεν τον καταλαβαίνουν, ότι τον κρίνουν, ότι τον κατηγορούν κλπ. Και μάλιστα, σε μια στιγμή που αυτός είναι ευάλωτος και προσπαθεί να μοιραστεί αυτά που τον απασχολούν. Bad idea! Εδώ, λοιπόν, έρχεται η μη επικριτική ακρόαση για να μας γλιτώσει από αυτό το σφάλμα.

Τι πρέπει να κάνω σαν ακροατής

Για να λειτουργήσει κάποιος σωστά σε μια τέτοια κατάσταση σαν ακροατής, το μόνο που χρειάζεται είναι να αποφασίσει πως δε χρειάζεται να απαντήσει. Έτσι, με την μη επικριτική ακρόαση, μπορεί να επικεντρωθεί στο να ακούσει. Είναι αυτό που λέμε “ενεργητική ακρόαση”, όπου κάποιος ακούει προσεκτικά με στόχο, όχι να απαντήσει, αλλά να καταλάβει. Όχι μόνο τι λέει ο άλλος, αλλά και τι νιώθει, τι άλλο επικοινωνεί εξωλεκτικά, γενικά, σε τι κατάσταση βρίσκεται.

Αυτό βοηθάει το συνομιλητή μας πολύ περισσότερο από μια συμβουλή ή σχόλιο. Αν νιώθουμε μεγάλη ανάγκη να σχολιάσουμε κάτι ή να προτείνουμε, αυτό δεν το κάνουμε αυθαίρετα. Πριν από αυτό ρωτάμε: “Θέλεις να σου πω τι πιστεύω;” “Να σου απαντήσω, ή ήθελες μόνο να σε ακούσω;”

Τι πρέπει να κάνω αν θέλω να εκφραστώ

Στην περίπτωση που είμαι εγώ αυτός που θέλει να πει τον καημό του, το μόνο που χρειάζεται, είναι να το ζητήσω σωστά. Μπορώ να ενημερώσω το συνομιλητή μου, ότι δεν περιμένω κάποια απάντηση. Ότι θέλω μόνο να με ακούσει.

Με αυτόν τον τρόπο, κερδίζω 2 πράγματα. Πρώτον, τον καθησυχάζω πως δεν περιμένω κάτι ιδιαίτερο από την πλευρά του και έτσι μπορεί να με ακούσει καλύτερα. Χωρίς να ανησυχεί για το τι πρόβλημα θα μπορούσε να δημιουργηθεί από ό,τι πει ή δεν πει. Επιπλέον, αν αυτό συμβεί κάποιες φορές, του δείχνω πώς μπορεί καλύτερα να με βοηθήσει. Έτσι, είναι πιθανό να αλλάξει μόνιμα η στάση του, προς μια περισσότερο υποστηρικτική στάση, με κατανόηση και ενσυναίσθηση.

Σαν επίλογο, να πω το εξής: λίγοι είναι οι άνθρωποι που γνωρίζουν τα παραπάνω από ένστικτο και μπορούν από μόνοι τους να λειτουργούν έτσι. Αν δε ζητήσετε κάτι να αλλάξει, δε θα γίνει ποτέ! Δεν μπορούμε να θεωρούμε αυτονόητο τίποτα στα πλαίσια μιας σχέσης. Αυτό, ίσως να είναι και το μεγαλύτερο λάθος που κάνουμε. Μιλήστε.