Ανθεκτικότητα και πανδημία κορονοϊού: Προσωπικές σκέψεις ενός ψυχολόγου

Ανθεκτικότητα και πανδημία κορονοϊού: Προσωπικές σκέψεις ενός ψυχολόγου

Ανθεκτικότητα και πανδημία κορονοϊού: Προσωπικές σκέψεις ενός ψυχολόγου

Γράφει ο Μιλτιάδης Σταμπλιάκας

Διαβάζω το τελευταίο διάστημα αρκετά άρθρα Ελλήνων και ξένων ψυχολόγων με εστίαση στο θέμα της ψυχικής ανθεκτικότητας. Αναδύεται η πτυχή της ανθρώπινης προσαρμογής λόγω των ψυχολογικών επιπτώσεων της πανδημίας του κορονοϊού και των μέτρων περιορισμού που έχουν ληφθεί για την διασφάλιση της υγείας όλων μας.

Ορισμός

Ένας γενικός ορισμός της ψυχικής ανθεκτικότητας όπως αναφέρεται στη διεθνή βιβλιογραφία αφορά στη διαδικασία της θετικής προσαρμογής μετά από ένα τραυματικό γεγονός. Μια κατάσταση, όμως, που αφορά τόσο σε προσωπικό/ατομικό όσο και κοινωνικό επίπεδο. Ωστόσο, υπάρχουν παράγοντες που σχετίζονται με τις δεξιότητες αντιμετώπισης (coping) και μπορεί να έχουν θετική επίδραση στη δόμηση της ανθεκτικότητας.

Αναστοχαζόμενος το κοινωνικό πλαίσιο και τη χρονική περίοδο που λαμβάνει χώρα η πανδημία του κορονοϊού, θα προσπαθήσω να επισημάνω στη συνέχεια ορισμένα θέματα σχετικά με την ανθεκτικότητα, που προκύπτουν με βάση την εμπειρία και τις γνώσεις μου, σε διάφορα πεδία, σε διαφορετικές θέσεις, και κυρίως μετά από χρόνια απασχόλησης στο προσφυγικό.

Ξεκινώντας από την Ειδομένη και τον άτυπο καταυλισμό που στήθηκε εκεί, οι εργαζόμενοι του πεδίου ήμασταν μάρτυρες των σχεδόν καθημερινών αλλαγών που συνέβαιναν ως προς τη διαχείριση του προσφυγικού ζητήματος. Αλλαγές, οι οποίες καλούσαν τους εργαζόμενους του πεδίου αφενός να προσαρμοστούμε και αφετέρου να ενημερώσουμε και τον προσφυγικό πληθυσμό έγκυρα και έγκαιρα για το τι συμβαίνει.

Ήρθα σε επαφή με ανθρώπους που είχαν επιβιώσει από πόλεμο, ο/η καθένας/καθεμία με τις πληγές του, ορατές και μη, που προσπαθούσαν να προσαρμοστούν σε έναν καλύτερο τόπο. Μικρά και μεγαλύτερα παιδιά, ασυνόδευτα, μόνα τους, με τη γεύση των απώλειών τους πολύ νωπή. Αργότερα είδα πρόσφυγες να ζουν σε διαμερίσματα, πιο ανθρώπινες συνθήκες σε σχέση με τον καταυλισμό και να προσπαθούν να προσαρμοστούν στην ελληνική κοινωνία, να μάθουν τη γλώσσα, να συγκεντρώσουν τα απαραίτητα έγγραφα, να ενταχθούν στην αγορά εργασίας, να συνηθίσουν τα ήθη και τα έθιμά μας. Αντιμέτωποι άλλοτε με την αλληλεγγύη, άλλοτε με την υποστήριξη της κοινωνίας και άλλοτε με τον ρατσισμό.

Πρόσφυγες, επιζώντες από στρατόπεδα συγκέντρωσης, άνθρωποι που επέζησαν από φυσικές καταστροφές, άτομα που παλεύουν με τα προσωπικά τους τραύματα, μόλις ξεπεράσουν τη διαδικασία της κρίσης, έρχεται η πορεία προς την ανθεκτικότητα. Δεν είναι σίγουρη η πορεία αυτή, καθώς εξαρτάται από πολλούς παράγοντες που εμπλέκονται στη διαδικασία. Δεν είναι χαρακτηριστικό, ούτε δεξιότητα, είναι διαδικασία και απαιτείται χρόνος, στήριξη και η διαδικασία αυτή μας καλεί να ανακαλύψουμε νέο νόημα σε ό,τι έχει απομείνει. Επίσης, είναι σημαντικό να διαφοροποιηθεί όσο είναι δυνατόν από το δεξιότητες αντιμετώπισης (coping). Ο όρος coping αναφέρεται σε αυτό που κάνουμε την ώρα της κρίσης, επιστρατεύουμε, δηλαδή, μηχανισμούς, αποθέματα (resources) που ήδη έχουμε ως άνθρωποι για να αντιμετωπίσουμε αυτό που μας συμβαίνει. Η ανθεκτικότητα αφορά στο μετά, αφορά στην αναπαράσταση αυτού που συνέβη και τη διαδικασία τοποθέτησης του τραυματικού γεγονότος στην προσωπική μας ιστορία, στη μνήμη μας.

Παράγοντες

Προσπαθώντας να χαρτογραφήσουμε κάποιους παράγοντες που συμβάλλουν στην ανθεκτικότητα, παρατηρούμε ότι πολλοί ερευνητές συγκλίνουν προς τα παρακάτω κοινά σημεία. Η αναζήτηση κοινωνικής υποστήριξης, η άρνηση, το χιούμορ, η πίστη και η δράση, αναφέρονται από τον Boris Cyrulnik (2010, 2015). Ο Fonagy (1994) και ο Hornor (2016) σε μελέτες σχετικά με την ανθεκτικότητα των παιδιών πρόσθεσαν στους προστατευτικούς παράγοντες το υψηλό IQ, τις δεξιότητες αντιμετώπισης, την αίσθηση αυτο-αποτελεσματικότητας, το εσωτερικό κέντρο ελέγχου, την υψηλότερη αίσθηση αυτο-αξίας, τη δυνατότητα για ενσυναίσθηση, την κατάσταση της υγείας τους, την απουσία πρόωρων-βίαιων αποχωρισμών, τον ασφαλή δεσμό με γονείς, την επαρκή γονεϊκότητα, τις θετικές εκπαιδευτικές εμπειρίες και το θετικό κοινωνικό δίκτυο. Συγκεκριμένα, ο Fonagy (1994) επισημαίνει το είδος του δεσμού του παιδιού με τις φιγούρες γονεϊκότητας (σημαντικοί άλλοι). Ένας ασφαλής δεσμός με τους γονείς λειτουργεί προστατευτικά. Σε αυτό συμφωνεί και ο Cyrulnik (2015) αναφέροντας ότι ο ασφαλής δεσμός και η αναπαράσταση του δεσμού αυτού, είναι παράγοντες που θωρακίζουν τον άνθρωπο και του δίνουν εφόδια για να αναπτύξει ανθεκτικότητα. Ακόμη και παιδιά που μεγάλωσαν χωρίς γονείς αλλά δημιούργησαν θετικές σχέσεις με άλλους ενήλικες- πρόσωπα αναφοράς, κατάφεραν να αποκτήσουν ανθεκτικότητα στη ζωή τους. Το θετικό στο σύστημα δημιουργίας σχέσεων είναι ότι παραμένει ανοιχτό σε όλη τη ζωή μας. Οι εμπειρίες μας δεν είναι πεπρωμένο, όπως αναφέρει ο Fonagy ούτε τετελεσμένο.

Από την επαγγελματική μου εμπειρία μου μπορώ να προσθέσω ότι υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι μεγάλωσαν με κακοποίηση και παραμέληση και κατάφεραν να κάνουν λειτουργικές, συντροφικές σχέσεις και να «τακτοποιήσουν» το παρελθόν τους. Αυτή η καθόλου εύκολη διαδικασία είναι δείγμα ανθεκτικότητας. Το παρελθόν καθορίζει ως ένα βαθμό το πώς σχετιζόμαστε ως ενήλικες, αλλά δεν είναι καταδίκη.

Η Nancy McWilliams (2011) τονίζει τη θετική επίδραση του χιούμορ στην αντιμετώπιση των δυσκολιών. Αποτελεί μηχανισμό που μας βοηθάει να αντέξουμε τον ψυχικό πόνο. Ακόμα και το λεγόμενο «μαύρο χιούμορ», μια ακραία μορφή του χιούμορ, μας βοηθάει στο να αντέξουμε τις πιο επώδυνες αλήθειες της ζωής. Μέσα από το χιούμορ γελοιοποιούμε το αντικείμενο που φοβόμαστε, έτσι καθίσταται πιο ανεκτό και πιο ακίνδυνο, μετατρέποντας τον πόνο σε ευχαρίστηση. Είναι σαν να εξορκίζουμε τον πόνο, το τραύμα και την απειλή. Αυτή την αλήθεια διαπίστωσα κι εγώ καθώς αρκετές δύσκολες και σκληρές καταστάσεις στην εργασία μου στο προσφυγικό, τις αντιμετώπισα χρησιμοποιώντας τον μηχανισμό του χιούμορ.

Στην διαδικασία της ανθεκτικότητας, ζωτικής σημασίας ρόλο διαδραματίζει το κοινωνικό περιβάλλον και το υποστηρικτικό κοινωνικό δίκτυο. Αν το τραυματικό γεγονός που πέρασε κάποιος δεν μπορεί να το μοιραστεί με άλλους και να πάρει κατανόηση από τους οικείους του, η διαδικασία της ανθεκτικότητας παραμένει στάσιμη, καθώς δεν προχωράει η «τακτοποίηση» του γεγονότος στη μνήμη και την ιστορία του. Το μοίρασμα, η κατανόηση, η αποδοχή, η συμμετοχή σε τελετουργίες της κοινωνίας, η ερμηνεία στο πλαίσιο της κοινότητας, είναι ζωτικοί παράγοντες για την διαδικασία της ανθεκτικότητας. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Paul Brandt (2006), μια ομάδα μπορεί να γίνει μια κοινότητα μοιρασμένου πόνου. Κατά τη διάρκεια του Β ́ Παγκοσμίου Πολέμου, στο Λονδίνο, πολλοί κάτοικοι συγκεντρώνονταν τα βράδια στον υπόγειο ηλεκτρικό σταθμό προκειμένου να γλιτώσουν από τους γερμανικούς βομβαρδισμούς. Οι συναντήσεις αυτές ήταν σχεδόν καθημερινές και ο κόσμος εκεί έβρισκε παρηγοριά, ασφάλεια και ησυχία, έστω για λίγο. Οι απώλειες, τα τραύματα, η δυστυχία του ‘επάνω’ κόσμου, έδιναν τη θέση τους στην συνεστίαση, στην παρηγοριά, στην αλληλεγγύη, στο παιχνίδι.

Ακόμη ένας σημαντικός παράγοντας της ανθεκτικότητας είναι η απόδοση νοήματος. Ο Viktor Frankl που επέζησε από το κολαστήριο του Άουσβιτς ανέφερε ότι η ζωή είναι μια αναζήτηση νοήματος και ο κάθε άνθρωπος έχει υποχρέωση να βρει ένα νόημα για τη ζωή του (Frankl, 2018). Το νόημα που δίνουμε συνήθως οι δυτικοί είναι ότι ο κόσμος μας είναι σχετικά σταθερός και αμετάβλητος και αυτό μας βοηθάει να του βάλουμε μια τάξη, να του δώσουμε μία «προβλεπτικότητα». Αν με κάποιον τρόπο γινόμασταν αθάνατοι, θα καταλαβαίναμε ότι ο κόσμος μας έχει συνεχείς και πολλές φορές βίαιες μεταβολές. Η οπτική γωνία από την οποία ερμηνεύουμε αυτά που μας συμβαίνουν είναι κρίσιμη για την προσαρμογή μας μετά από ένα τραυματικό γεγονός. Αν καταφέρουμε να βρούμε μια εξήγηση με θετικό νόημα και πιο κοντά στην πραγματικότητα, σίγουρα έχουμε κάνει ένα βήμα πιο κοντά στην ανθεκτικότητα.

Η τωρινή συνθήκη

Μεταφέροντας τα παραπάνω στο εδώ και τώρα και στην εποχή του COVID-19, είναι σαφές ότι η πανδημία μας δοκιμάζει. Δοκιμάζει το σύστημα υγείας, την οικονομική μας σταθερότητα, το επαγγελματικό μας παρόν και μέλλον, τις ανθρώπινες σχέσεις, την ψυχική ηρεμία και υγεία. Η καθημερινή έκθεσή μας σε καταμέτρηση νοσούντων και αποθανόντων, μας υπενθυμίζει την τρωτότητά μας, μας γεμίζει με άγχος, ανασφάλεια και αβεβαιότητα. Είμαστε εκτεθειμένοι σε μια πραγματική απειλή, τον ιό, αλλά και σε ένα συνεχή κατακλυσμό από στενάχωρες ειδήσεις από όλο τον κόσμο. Ζούμε μια απειλή για εμάς και για τους ευάλωτους οικείους μας βλέποντας το μέλλον αβέβαιο.

Σε πρώτο επίπεδο, πιθανόν να μη διαφαίνεται ότι υπάρχει κάποια σχέση μεταξύ του κορονοϊού και του πολέμου – φυσικής καταστροφής και γενικότερα ακραίου τραυματικού γεγονότος. Ωστόσο η ευκολία μετάδοσης του ιού, η άγνωστη ακόμη ταυτότητά του, η επικινδυνότητά του, οι πολλοί θάνατοι σε παγκόσμιο επίπεδο, η διεργασία του πένθους που δεν ακολουθεί τα συνηθισμένα τελετουργικά (για όσους έχουν χάσει κάποιον οικείο τους), η απειλή κατάρρευσης των συστημάτων υγείας, η οικονομική καταστροφή που έχει ήδη συμβεί, είναι αρκετοί παράγοντες που αποτελούν πρόκληση για ζωή και ευζωία και μας καλούν να ζήσουμε, τουλάχιστον για ένα διάστημα, με επίκεντρο την απειλή.

Από την άλλη μεριά, βλέπουμε στην τηλεόραση σε Ισπανία και Ιταλία αστυνομικούς που επιτηρούν τα μέτρα να διασκεδάζουν κάθε τόσο, με κάποιο τρόπο, τους ανθρώπους που είναι έγκλειστοι, γιατρούς και νοσηλευτές να χειροκροτούν εργαζόμενους στα σώματα ασφαλείας ή πολίτες που απλά τηρούν τα μέτρα προστασίας κτλ. Οι πράξεις αυτές, όσο και αν γίνονται τώρα σαν εκτόνωση ή σαν στιγμές χαράς, αποτελούν ενέργειες στήριξης και πράξεις ενσυναίσθησης, μια προσπάθεια διατήρησης του ηθικού και της κοινωνικής συνοχής. Είναι ενέργειες που προωθούν την ανθεκτικότητα.

Η προσαρμογή

Το πώς θα διαμορφωθούν οι κοινωνίες μας και οι ανθρώπινες σχέσεις μετά από την κρίση της πανδημίας του κορονοϊού, είναι ακόμη άγνωστο, ασαφές. Είναι ακόμη νωρίς και υπάρχουν ερωτήματα που πρέπει να απαντηθούν. Η διαμόρφωση, λοιπόν, ενός νέου νοήματος για τις ανθρώπινες σχέσεις, θα αργήσει λίγο ακόμη. Τώρα ψηλαφούμε, υποθέτουμε, αντανακλόμαστε και αντανακλούμε τους άλλους γύρω μας. Περιμένουμε και διαχειριζόμαστε την αβεβαιότητα. Ας προσπαθήσουμε να μη βάλουμε αρνητικό πρόσημο στο αβέβαιο. Σε ατομικό επίπεδο, πολλοί άνθρωποι βρίσκουν ευκαιρία να τακτοποιήσουν εκκρεμείς υποθέσεις που δεν μπορούσαν λόγω των καθημερινών υποχρεώσεων. Άλλοι επιλέγουν να καταπιαστούν με κάτι διαφορετικό από αυτά που κάνανε έως τώρα. Η διαδικασία της εκπαίδευσης σε μια νέα δεξιότητα, η απόκτηση μιας νέας γνώσης είναι διαδικασίες που ενισχύουν την ανθεκτικότητα και προσθέτουν ένα βέλος ακόμη στη φαρέτρα του coping/ της διαχείρισης. Όταν δινόμαστε ψυχή και σώμα σε κάτι καινούργιο, στο εδώ και τώρα, το μυαλό μας αποσπάται από το άγχος, τη στεναχώρια και άλλα αρνητικά συναισθήματα. Είναι μια από τις γνωστές τακτικές και τεχνικές την οποία προτείνουμε σε όσους υποφέρουν από άγχος.

Αναμφίβολα, πολλές πτυχές της καθημερινότητας που ενισχύουν ή δυσκολεύουν την ανθεκτικότητα δεν συμπεριλαμβάνονται στο παρόν κείμενο. Στόχος μου είναι να επανέλθω στο θέμα της ανθεκτικότητας σε δεύτερο χρόνο. Έως τότε προτείνω ως ενδεικτική βιβλιογραφία τα παρακάτω:

Βιβλιογραφία

Brandt, P. & Yancey, P. (2006). Πόνος: ένα δώρο που κανένας δεν θέλει. Θεσσαλονίκη:
University Studio Press.
Cyrulnik, B. (2010). Η αυτοβιογραφία ενός σκιάχτρου. Αθήνα: Κέλευθος.
Cyrulnik, B. (2015). Τρέξε να σωθείς, η ζωή σε καλεί. Αθήνα: Κέλευθος.
Fonagy, P. Steele, M. Steele H. Higgitt, A. Target, M. (1994). The Emanuel Miller Memorial
Lecture 1992: The theory and practice of resilience. Child Psychology & Psychiatry & Allied
Disciplines, 35 (2), 231-257. https://doi.org/10.1111/j.1469-7610.1994.tb01160.x
Frankl, V. (2018). Το νόημα της ζωής. Αθήνα: Ψυχογιός.
Hornor, G. (2017). Resilience. Journal of pediatric health care, 31(3), 384-390.
https://doi.org/10.1016/j.pedhc.2016.09.005
McWilliams, N. (2012). Ψυχαναλυτική διάγνωση. Αναθεωρημένη έκδοση. Θεσσαλονίκη:
Εκδόσεις Ι.Ψ.Υ.